- φτερνίζομαι
- Νβλ. φταρνίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτερνίζομαι — φταρνίζομαι και φτερνίζομαι, φταρνίστηκα και φτερνίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φτερνίζομαι — βλ. φταρνίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτάρνυμαι — και πταίρνω και πτείρω και πτέρομαι ΜΑ, και πτέρνομαι Α μσν. μτφ. (για λύχνο) εκβάλλω, τινάζω σπίθες βίαια ή εκρηκτικά αρχ. φτερνίζομαι («Τηλέμαχος δὲ μέγ ἔπταρεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πτάρ νυ μαι με συνεσταλμένο ριζικό φωνηεντισμό και… … Dictionary of Greek
πταρνίζομαι — και πτερνίζομαι Ν βλ. φτερνίζομαι … Dictionary of Greek
φτάρνισμα — και φτέρνισμα και πτάρνισμα και πτέρνισμα, το, Ν [φταρνίζομαι / φτερνίζομαι / πταρνίζομαι / πτερνίζομαι] αντανακλαστικός σπασμός τών αναπνευστικών μυών που προκαλεί βίαιη και ηχηρή εκπνοή … Dictionary of Greek
φταρνίζομαι — και φτερνίζομαι και πταρνίζομαι και πτερνίζομαι Ν εκβάλλω απότομα και με θόρυβο αέρα από το στόμα και τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτάρνυμαι, κατά τα ρ. σε ίζω, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π στο διαρκές φ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό) … Dictionary of Greek
φταρνίζομαι — και φτερνίζομαι, φταρνίστηκα και φτερνίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πταρνίζομαι — βλ. φταρνίζομαι και φτερνίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φταρνίζομαι — φταρνίστηκα, και φτερνίζομαι φτερνίστηκα, με πιάνει φτάρνισμα, βγάζω από τη μύτη μου αέρα με βίαιο και ηχηρό τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)